κακοχωνεύω

κακοχωνεύω
1. μετ. плохо переваривать (пищу);
2. αμετ. см. κακοστομαχιάζω 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κακοχωνεύω" в других словарях:

  • κακοχωνεύω — χωνεύω δύσκολα, πάσχω από δυσπεψία, δεν χωνεύω καλά …   Dictionary of Greek

  • κακοχωνεύω — κακοχώνεψα, κακοχωνεμένος, δε χωνεύω καλά: Τα κακοχώνεψα τα κυδώνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»